- κατιόντα
- κάτειμιibopres part act masc acc sgκάτειμιibopres part act neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατιόνθ' — κατιόντα , κάτειμι ibo pres part act masc acc sg κατιόντα , κάτειμι ibo pres part act neut nom/voc/acc pl κατιόντι , κάτειμι ibo pres part act masc/neut dat sg κατιόντε , κάτειμι ibo pres part act masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατιόντ' — κατιόντα , κάτειμι ibo pres part act masc acc sg κατιόντα , κάτειμι ibo pres part act neut nom/voc/acc pl κατιόντι , κάτειμι ibo pres part act masc/neut dat sg κατιόντε , κάτειμι ibo pres part act masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατιοντικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κατιόν ή στα κατιόντα ή που πραγματοποιείται στην περιοχή τής καθόδου ενός ηλεκτροχημικού στοιχείου («κατιοντική δράση») 2. χημ. αυτός που τα μεγαλομόριά του έχουν κατιόντα με δραστικές ομάδες… … Dictionary of Greek
οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… … Dictionary of Greek
απιονισμός ή αποϊονισμός — Μέθοδος ελευθέρωσης του νερού από τα ξένα ιόντα που περιέχει. Μερικές ουσίες, φυσικές ή συνθετικές, που λέγονται ιοντοανταλλακτικές ρητίνες, έχουν τη δυνατότητα να συγκρατούν ένα ιόν και να το αντικαθιστούν αποδίδοντας σε αντάλλαγμα ένα άλλο.… … Dictionary of Greek
Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… … Dictionary of Greek
αμφολύτες — οι Χημ. ενώσεις που μπορούν να ιονιστούν σχηματίζοντας είτε ανιόντα είτε κατιόντα και έτσι μπορούν να δράσουν είτε ως οξέα είτε ως βάσεις … Dictionary of Greek
διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… … Dictionary of Greek
διαλυτότητα — Όρος με τον οποίο, σύμφωνα με έναν ορισμό γενικού χαρακτήρα ο οποίος ισχύει για όλα τα δυνατά διαλύματα, καθορίζεται η μέγιστη ποσότητα ενός σώματος που μπορεί να διαλυθεί σε μία συγκεκριμένη ποσότητα διαλύτη, σε ορισμένη θερμοκρασία. Με αυτό τον … Dictionary of Greek
ενυδάτωση — Χημική αντίδραση. Χαρακτηρίζεται από την προσθήκη ύδατος σε μια οργανική η ανόργανη ένωση. Παραδείγματα ε. στην οργανική χημεία αποτελούν όλες οι προσθήκες ύδατος (με τη μορφή ιόντων υδρογόνου και υδροξυλίου ξεχωριστά) στους διπλούς και τριπλούς… … Dictionary of Greek